- Παφλαγόνες
- Παφλαγώνthe countrymasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PAPHLAGONIA — vulgo Roni Castaldo, Bolli aliis, regio Asiae minoris ad Pontum Euxinum, Galatiae pars Borealis Ptolemaeo inter Bithyniam ad Occidentem et Cappadociam ad Ortum Galatiâ ad Austrum cohaerente. Baudrando est, inter Pontum Euxinum ad boream et… … Hofmann J. Lexicon universale
Χάλυβες — Αρχαίος λαός του Πόντου στη Μικρά Ασία. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (A’ 28) οι X. οι οποίοι ήταν ένα από τα 14 έθνη που είχαν δηλώσει υποταγή στον βασιλιά της Λυδίας Κροίσο, ήταν όμοροι με τους Μαρυανδούς και τους Παφλαγόνες. Ο Ξενοφών αναφέρει δυο… … Dictionary of Greek
Пафлагония — (η Παφλαγονία, Paphlagonia) суровая горная область в северной части Малой Азии, которая в этом месте сильнее всего выступает в Черное море, оканчиваясь мысами Карамбисом (ныне Kerembeh) и Сириасом (или Лепте, ныне Индже Бурун). С восточной… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ПАФЛАГОНИЯ — • Paphlagonĭa, η̉ Παφλαγονία, страна на восток от Вифинии, от которой ее отделяет река Парфений (н. Бартан); на юге же хребет Орминион отделяет ее от Галатии, на востоке Галис (н. Кизиль Ирмак) от Понта. Северная равнина ее по… … Реальный словарь классических древностей
Пафлагония — Карта XV века с отмеченной Пафлагонией … Википедия
BILLAEUS — fluv. cuius meminit Apollonius Rhodius Argonaut. l. 2. Παφλαγόνες δ᾿ ἐπὶ τοίς Πελοπηΐοι εἴκαθον αὕτως, Ο῞ςςους Βιλλαίοιο μέλαν περιάγνυται ὕδωρ. Ubi Scholiastes, Ἔςτι δὲ ποταμὸς Παφλαγονίας, οἱ δὲ Φρυγλας. Eius meminit Arrianus. Nic. Lloydius … Hofmann J. Lexicon universale
RHEBAS qui et RHEBUS Valer — RHEBAS, qui et RHEBUS Valer Flacco, l. 4. v. 698. Rhebanus Orpheo, Rhebaeus Apollonio, fluv. Bithyniae ex Olympo monte oriens et in Euxinum mare apud Psillidem labens. De hoc Dionysius: Bithynia laeta quidem regio atque omni referta ubertate,… … Hofmann J. Lexicon universale
Παφλαγόνας — ο / Παφλαγών, όνος, ΝΑ (ιδίως στον πληθ.) οι Παφλαγόνες οι κάτοικοι τής Παφλαγονίας ή όσοι κατάγονται από την περιοχή αυτή … Dictionary of Greek
Παφλαγών — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Φινέα, από τον οποίο πήρε το όνομά της, κατά την παράδοση, η Παφλαγονία. Π. λεγόταν και ο κάτοικος της αρχαίας Παφλαγονίας. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τους Παφλαγόνες ανόητους και η λέξη Π. σήμαινε τον φλύαρο και… … Dictionary of Greek
άλυς — (τουρκ. Κιζίλιρμακ ή Κιζίλ ιρμάκ = κόκκινος χείμαρρος). Ο μεγαλύτερος ποταμός (1.151 χλμ.) της Μικράς Ασίας. Πηγάζει από το Κιοσένταγ, στα όρη μεταξύ Πόντου και Καππαδοκίας, κατευθύνεται ΝΔ και αφού φτάσει περίπου στο κέντρο της Μικράς Ασίας,… … Dictionary of Greek